ἱμάντ'

ἱμάντ'
ἱ̱μάντα , ἱμάς
leathern strap
masc acc sg
ἱμάντα , ἱμάς
leathern strap
masc acc sg
ἱ̱μάντι , ἱμάς
leathern strap
masc dat sg
ἱμάντι , ἱμάς
leathern strap
masc dat sg
ἱ̱μάντε , ἱμάς
leathern strap
masc nom/voc/acc dual
ἱμάντε , ἱμάς
leathern strap
masc nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιπποκάμπιον — ἱπποκάμπιον, τὸ (Α) 1. υποκορ. τού ιππόκαμπος* 2. είδος σκουλαρικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππόκαμπος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ιμάντ ιον, κεράσ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • καθόρμιον — και στον Ησύχ. κάθορμον, τὸ (Α), όρμος*, περιδέραιο («παρετίθετο τὰ ἐνώτια αὐτῆς, καὶ τὰ καθόρμια αὐτῆς», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὅρμ ιον (< ὅρμος (II) «περιδέραιο» + υποκορ. κατάλ. ιον), πρβλ. ἱμάντ ιον, λεβήτ ιον] …   Dictionary of Greek

  • καρίδιον — καρίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καρίς*) γαριδάκι, μικρή γαρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρίς, ίδος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ιμάντ ιον, πόδ ιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”